- επαναχρεμπτήριος
- ἐπαναχρεμπτήριος, -ον (Α)αυτός που προκαλεί επανάχρεμψη, απόπτυση, αποβολή φλεγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-χρέμπτομαι «βήχω και βγάζω φλέγματα» + κατάλ. -ήριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναχρεμπτηρίοισι — ἐπαναχρεμπτήριος promoting expectoration masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)